- κοσμαρίδιον
- κοσμ-αρίδιον, τό, [var] Dim.ofA
κόσμος 11
, POxy.903.29 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόσμος 11
, POxy.903.29 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμαρίδιον — κοσμαρίδιον, τὸ (Α) μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «διάκοσμος, στολίδι»] … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek